- ζημιοῦται
- ζημιόωcause losspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъщетитисѧ — ОТЪЩЕ|ТИТИСѦ (36), ЧОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. 1.Потерпеть ущерб, убыток: Нъ паче похѹленѹ быти || неже хѹлити. обидимѹ быти а не обидѣти. отъштетитисѧ а не отъштетити. (ἀποστερεῖσϑαι) Изб 1076, 105–10б; то же ПрЮр XIV2, 174а; ЗЦ XIV/XV, 43а; никтоже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< … Dictionary of Greek